Αφιέρωμα Woodstock: Σταθμός Στην Ιστορία Της Ροκ Μουσικής

48 χρόνια από το θρυλικό φεστιβάλ της Ειρήνης  και του Rock ‘n’ Roll

15 Αυγούστου του 1969 εν Ελλάδι. Κοσμοσυρροή με στοιχεία στρεβλού θρησκευτικού και πατριωτικού φρονήματος έχει δημιουργηθεί στην Τήνο για τον εορτασμό της Παναγίας της Θεοτόκου εν μέσω Χούντας των συνταγματαρχών. Πιστοί προσκυνούν γονυπετείς την εικόνα ενώ παράλληλα στήνονται γιορτές και πανηγύρια. 15 Αυγούστου 1969, σε άλλο σημείο του πλανήτη και οι ρυθμοί είναι πυρετώδεις για την έναρξη ενός τριήμερου πανηγυριού, μιας τριήμερης ροκ γιορτής στο Bethel της Νέας Υόρκης, με επισκέπτες πιστούς φίλους της ροκ μουσικής. Η ονομασία της...
γιορτής αυτής, Woodstock, λέξη που δεν υπάρχει άνθρωπος ανά τη γη, ροκάς ή μη, που να μην το έχει ακούσει έστω και μία φορά. Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι που, εν τέλει, το έκαναν το διασημότερο φεστιβάλ στον κόσμο, ενώ το Rolling Stone το κατέταξε στις «50 στιγμές που άλλαξαν την ιστορία του Rock and Roll».

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Δεκαετία του ’60, ΗΠΑ. Ήδη μετρώνται πάνω από 5 χρόνια εμπλοκής των ΗΠΑ στον βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ και με κύρια αιτία το γεγονός αυτό, αρχίζει να γεννάται στις πανεπιστημιουπόλεις και στα κολλέγια το αντιπολεμικό -και όχι μόνο- κίνημα των χίππις με βασικό σύνθημα το θρυλικό «make love, not war», αποστρεφόμενοι πλήρως τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Τα… παιδιά των λουλουδιών απείχαν από τον καταναλωτισμό, το εμπόριο, ζούσαν σε κοινόβια και καλλιεργούσαν τη δική τους γη. Παράλληλα, οι περισσότεροι ήταν χορτοφάγοι και υποστήριζαν την ολιστική ιατρική. Όσον αφορά την ενδυμασία, τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια ξεχώριζαν για τα μακριά μαλλιά τους, τα διάφορα κοσμήματα με ψυχεδελικά σχήματα και χάντρες, τις φαρδιές πουκαμίσες, τα παντελόνια-καμπάνες και τα σανδάλια. Γοητεύονταν από την ιδεολογία των ανατολικών θρησκειών ενώ παράλληλα, ασπάζονταν σε σημαντικό ποσοστό τον διαλογισμό. Η μουσική που άκουγαν και αυτή που αναδείχθηκε τη δεκαετία του ’60 ήταν η rock, κυρίως η folk, η blues και η country.

Τον Μάρτιο του 1967, και ενώ το κίνημα βρισκόταν στα φόρτε του, δύο πάμπλουτοι επιχειρηματίες, ο John Roberts και ο Joel Rosenman δημοσίευσαν στην Wall Street Journal ένα είδος αγγελίας, με την οποία αναζητούσαν ιδέες για έξυπνες επενδύσεις. Στο αίτημά τους αυτό ανταποκρίθηκαν ο μουσικός παραγωγός και οργανωτής συναυλιών, Michael Lang, ο οποίος είχε ήδη στο βιογραφικό του την επιτυχημένη διοργάνωση του Miami Pop Festival την προηγούμενη χρονιά, και ο 25χρονος Artie Kornfeld, στέλεχος της Capitol Records, οι οποίοι πρότειναν στους δύο επιχειρηματίες να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σ’ ένα μεγάλο φεστιβάλ. Η επένδυση αυτή φαίνεται να κόστιζε περί τα 150.000 δολάρια με προβλεπόμενη προσέλευση περίπου 200.000 νεαρούς θεατές. Το εισιτήριο της μίας ημέρας θα ανερχόταν στα 6 δολάρια, οπότε τα κέρδη υπολογίζονταν πολύ υψηλά. Οι επιχειρηματίες δέχτηκαν αυτήν την ιδέα-πρόκληση και οι τέσσερις νέοι ίδρυσαν την εταιρία «Woodstock Ventures».

Κυρίαρχο πρόβλημα για τους παραπάνω ήταν, εξ αρχής, ο χώρος στον οποίο θα διεξαγόταν στο Φεστιβάλ. Είχε λοιπόν προβλεφθεί να γίνει σ’ ένα μικρό χωριό της Νέας Υόρκης, το Wallkill. Ωστόσο, όταν οι συντηρητικοί αγρότες της περιοχής εκείνης απείλησαν με «αντεπανάσταση», καθότι δεν ήθελαν ο χώρος τους να «καταληφθεί»  από χίπηδες, «άπλυτους, μακρυμάλληδες και ναρκομανείς», η τοπική Αστυνομία απαγόρευσε τη διεξαγωγή του εκεί. Τελικά, μετά από ατέρμονες προσπάθειες, ο Roberts και ο Rosenman ανακάλυψαν ένα γαλακτοκομικό αγρόκτημα στο Bethel της Νέας Υόρκης, το οποίο απείχε 69 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Woodstock, όπου και είχε οριστεί αρχικά να διεξαχθεί το φεστιβάλ (εξ ου και το όνομα Woodstock). Το αγρόκτημα ανήκε στον Max Yasgur, o οποίος νοίκιασε στους διοργανωτές του φεστιβάλ ένα από τα χωράφια του για 10.000 δολάρια.

Πριν από την έναρξη του Woodstock είχαν πωληθεί περίπου 186.000 εισιτήρια, αριθμός που δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των διοργανωτών. Ωστόσο, ήδη από την πρώτη ημέρα ο κόσμος που κατέφτανε στο Φεστιβάλ ήταν τόσο πολύς που επειδή δεν είχαν στηθεί εκδοτήρια – λόγω της εσπευσμένης μετακίνησης του Φεστιβάλ- στην είσοδο του χώρου, οι διοργανωτές αναγκάστηκαν να ανακοινώσουν, νωρίς, πως η είσοδος ήταν πλέον ελεύθερη. Ο αριθμός των θεατών ξεπέρασε τελικά τους 500.000 (για κάποιους άγγιξε και τις 700.000) ενώ το υπερβολικό μποτιλιάρισμα στο δρόμο έκανε την προσέλευση ακόμα δυσκολότερη με πολλά από τα αυτοκίνητα να μείνουν ακινητοποιημένα στο δρόμο καθόλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ και τους κατόχους του να περπατούν ολόκληρα χιλιόμετρα για να φθάσουν στην είσοδο. Πολλά μουσικά συγκροτήματα, επίσης,  δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στον χώρο, παραμένοντας στο αεροδρόμιο.

Οι καλλιτέχνες που θα συμμετείχαν στο φεστιβάλ ήταν οι πλέον κορυφαίοι της εποχής, στους οποίους οι διοργανωτές είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για τη μεγάλη προσέλευση. Janis Joplin, Jimi Hendrix, Creedence Clearwater Revival, Joan Baez, The Grateful Dead, Ten Years After, The Who, Joe Cocker, Crosby, Stills, Nash & Young, Santana, Jefferson Airplane ήταν μερικά από τα βαριά ονόματα της γιορτής. Μάλιστα, λέγεται για τους Τhe Who ότι έκαναν μεγάλο παζάρι προκειμένου να συμμετάσχουν επιδεικνύοντας… αξιοπρόσεκτη μαχητικότητα. «Διπλασιάζετε την αμοιβή μας ή εξαφανιζόμαστε», είπαν και η απειλή απέδωσε, με αποτέλεσμα να εισπράξουν 12.500 δολάρια.

Άλλοι, πάλι, σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν κατάφεραν να παρευρεθούν για πολλούς λόγους, ο Bob Dylan, για παράδειγμα, ο οποίος αποτελούσε ένα από τα ινδάλματα της τότε νεολαίας, εξαιτίας ασθενείας ενός εκ των παιδιών του, οι Led Zeppelin καθώς προτίμησαν να παίξουν σε άλλο φεστιβάλ με καλύτερη αμοιβή, οι Beatles διότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ απαγόρευσε στον John Lennon να εισέλθει στη χώρα καθώς και οι Rolling Stones επειδή ασχολούνταν με την παραγωγή του νέου τους album Let it Bleed. Επίσης, κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν την πρόσκληση, όπως οι Doors λόγω της γνωστής αντιπάθειας του Jim Morrison στις μεγάλες συναυλίες εξωτερικού χώρου καθώς και οι Jethro Tull με τον Ian Anderson να δηλώνει ότι δεν θέλει να περάσει το σαββατοκύριακό του παίζοντας για «άπλυτους χίπιδες».



Οι καλλιτέχνες και η σειρά εμφανίσεων

Την αυλαία του φεστιβάλ άνοιξε ο Richie Havens, ο οποίος με το κομμάτι Freedom προσέδωσε τον χαρακτήρα του Φεστιβάλ, δίνοντας το μήνυμα υπέρ της ειρήνης και της ελευθερίας σε κάθε επίπεδο της ζωής του ανθρώπου.




Τη σκυτάλη, στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, παρέλαβαν οι Sweetwater, ο Tim Hardin και ο Arlo Guthrie, ενώ τελευταία της πρώτης μέρας του φεστιβάλ εμφανίστηκε η Joan Baez, η οποία και τραγούδησε για περίπου μία ώρα, δεκατρία κομμάτια (ήταν έγκυος με το μωρό στην κοιλιά της να ήταν 6 μηνών)!


Tο τελευταίο κομμάτι που τραγούδησε η Joan Baez κατά τη λήξη της 1ης μέρας του Woodstock

Η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ βρήκε τα μεγάλα ονόματα να παρελαύνουν στη σκηνή το ένα μετά το άλλο. Μεταξύ αυτών, ο Santana με το λάτιν ταπεραμέντο του και τις μαγικές ικανότητές του στην κιθάρα. Αυτός όμως που μάζεψε πραγματικά το κοινό δεν ήταν άλλος από τον τότε 20χρονο Michael Shrieve, το σόλο του οποίου στο Soul Sacrifice έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τα κορυφαία!




Ακολούθησαν οι Grateful Dead που γέμισαν τη σκηνή με την psychedelic κουλτούρα τους ενώ οι country men Creedence Clearwater Revival ξεσήκωσαν τους «Woodstockers» με τα κορυφαία Green River, Bad Moon Rising, Proud Mary, I Put A Spell On You και Suzie Q.



Στη συνέχεια ανέβηκε στη σκηνή μία φωνή που με την έκρηξή της ηλέκτρισε όλο το Woodstock. Η φωνή δεν ήταν άλλη από αυτή της Janis Joplin, η οποία, ωστόσο, λόγω της νευρικότητάς της επειδή περίμενε περίπου δέκα ώρες μέχρι να εμφανιστεί αλλά και επειδή θα τραγουδούσε σε τόσο κόσμο, είχε κάνει χρήση ηρωίνης με αποτέλεσμα η φωνή της να βραχνιάσει και να δυσκολεύεται να κινηθεί. Τρόπος του λέγειν, καθώς παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να αποδώσει τόσο καλά, που το κοινό εκστασιασμένο την επευφημούσε και την «ανάγκασε» να εκτελέσει δύο φορές το Ball and Chain με την εμφάνισή της να θεωρείται πλέον μνημειώδης.


Lasts but not leasts της δεύτερης ημέρας ήταν οι The Who, οι οποίοι ξεπέρασαν κάθε ρεκόρ τραγουδιών αφού μέσα μία ώρα και πέντε λεπτά τραγούδησαν 25 τραγούδια (!) με αποτέλεσμα να ολοκληρώσουν την, για άλλη μια φορά πραγματικά εκρηκτική τους εμφάνιση στις 5 τα ξημερώματα.




Έτσι, ενώ είχε οριστεί, κανονικά, οι Jefferson Airplane να είναι οι τελευταίοι της δεύτερης ημέρας, τελικά με το πρώτο φως της τρίτης, το συγκρότημα ανέλαβε τα ηνία του Φεστιβάλ και πλημμυρίζοντας ψυχεδέλεια 500.000 κόσμου.



O ανερχόμενος τότε μεγάλος καλλιτέχνης, Joe Cocker, κατά το μεσημέρι ανέλαβε τη σκηνή και τελικά προκάλεσε «σεισμό» στο Bethel, με τη βραχνή, αισθαντική φωνή του. Χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία του στο With a Little Help From my Friends (Beatles). Έπειτα, η καταιγίδα που φλέρταρε τις προηγούμενες ώρες, έγινε πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να σταματήσει το πρόγραμμα του φεστιβάλ για αρκετή ώρα.




Γενικά, ενώ το Woodstock γινόταν εν μέσω καλοκαιριού, η βροχή δεν έκανε τη χάρη ούτε στους διοργανωτές αλλά ούτε και στους παρευρισκόμενους για μία ομαλή διεξαγωγή με ηλιόλουστο και αίθριο καιρό. Αντίθετα, και τις τρεις μέρες έβρεχε συνεχόμενα με αποτέλεσμα το έδαφος να έχει μετατραπεί σε μία απέραντη έκταση λάσπης. Μάλιστα, υπήρχε ακόμη και φόβος ηλεκτροσόκ για πολλούς καλλιτέχνες με τον Alvin Lee των Ten Years After να δηλώνει χαρακτηριστικά χαριτολογώντας: «Εάν πάθω ηλεκτροσόκ στο Woodstock, τουλάχιστον θα πουλήσουμε πολλούς δίσκους».

Με την επανέναρξη του προγράμματος, σειρά πήραν οι Country Joe and The Fish, οι οποίοι και έμειναν στην ιστορία του Woodstock, κυρίως, για την ερμηνεία του I Feel Like I’m Fixin’ To Die Rag, το οποίο αποτελεί ύμνος κατά του πολέμου στο Βιετνάμ! Τα γεγονότα της περιόδου απασχολούσαν σε σημαντικό βαθμό τους καλλιτέχνες και το Φεστιβάλ ήταν εκτός από μία μουσική γιορτή, ένα «συμπόσιο» ανταλλαγής απόψεων και προβληματισμού.



Η σκηνή στη συνέχεια γέμισε με blues νότες όταν ο Johnny Winter (σε τρία τραγούδια τραγούδησε με τον αδερφό του, Edgar Winter) με την επιδεξιότητά του στην κιθάρα και το χαρακτηριστικό γρύλισμα στη φωνή του άφησε με το στόμα ανοικτό το κοινό, ενώ την εμφάνισή του έκλεισε με τον πιο rock ‘n’ roll τρόπο παίζοντας το επικό Johnny B. Goode (Chuck Berry)!



Η σκηνή, στη συνέχεια, ανήκε στο σχήμα Crosby, Stills, Nash, & Young, το οποίο είχε μόλις συσταθεί εκείνον τον καιρό με αποτέλεσμα αν και έμπειροι μουσικοί ο καθένας από την τετράδα, να υπάρχει μία απίστευτη νευρικότητα από μέρους τους. Το set-list τους περιελάβανε ακουστικές εκδοχές του πρώτου άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει χωρίς τον Young (αρχικά ήταν τριάδα, Crosby, Stills & Nash), ο οποίος βγήκε αργότερα στη σκηνή ως ντουέτο με τον Stills.  Ενδιαφέρουσα πληροφορία αποτελεί πως η εμφάνισή τους ανακοινώθηκε με το όνομα του προηγούμενου συγκρότηματός τους, Buffalo Springfield, το σχήμα είχε διαλυθεί από καιρό.

Photo: CSNY

Εξαιτίας των απρόβλεπτων καιρικών φαινομένων, το πρόγραμμα του Φεστιβάλ παρατάθηκε και για την επομένη και με το ξημέρωμα (8:30) εμφανίστηκε στη σκηνή ο Jimi Hendrix. Το κοινό που κατά τη διάρκεια όλου του φεστιβάλ είχε ξεπεράσει τα 500.000 άτομα, εξαιτίας της συνεχούς βροχής μειώθηκε σημαντικά στα 30.000. Οι εναπομείνασες χιλιάδες περίμεναν υπομονετικά, κάτω από τη βροχή, το μάγο της κιθάρας που με τη δεξιοτεχνία του στην κιθάρα και την άνεσή του πάνω στη σκηνή δικαίωσε την αναμονή τους. Με το σχήμα Gypsy Sun and Rainbows ο Jimi έβαλε φωτιά στη σκηνή με τα κορυφαία Red House, Foxey Lady, Voodoo Child, Hey Joe καθώς και την εικονοκλαστική διασκευή του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ  Star Spangled Banner, στην οποία παρήγαγε με την κιθάρα του διάφορα μουσικά εφέ ήχων ρίψης βομβών (βλ. Βιετνάμ). Η φιγούρα του Hendrix αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες του Woodstock και μάλλον καθόλου τυχαία, καθώς συνδέθηκε έντονα με το κίνημα εκείνης της περιόδου.




Ο Απολογισμός των 4 ημερών

Εκτός από τη βροχή, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ συνέβησαν και άλλα απρόσμενα γεγονότα. Μέσα σ’ αυτές τις τέσσερις ημέρες σημειώθηκαν δύο θάνατοι. Ένας από υπερβολική δόση ναρκωτικών κι ένας ακόμη όταν ένας έφηβος πατήθηκε από αγροτικό όχημα την ώρα που κοιμόταν μέσα στον υπνόσακό του. Στον αντίποδα και στην ομορφιά της ζωής, γεννήθηκαν δύο παιδιά. Την ασφάλεια, τη σίτιση και την ιατρική περίθαλψη είχε αναλάβει η χίπικη κοινότητα Ηog Farm από το Νέο Μεξικό. Συνολικά, ιατρική βοήθεια χρειάστηκαν πάνω από 5.000 άνθρωποι, οι 797 εκ των οποίων, λόγω υπερβολικής χρήσης ναρκωτικών.

Όσον αφορά τα ναρκωτικά, τα 60s ήταν μία εποχή, κατά την οποία οι ουσίες αυτές γίνονταν για πρώτη φορά ευρέως γνωστές. Μάλιστα, λέγεται ότι διαδόθηκαν σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του πολέμου στο Βιετνάμ: έδιναν τις ουσίες αυτές στους στρατιώτες προκειμένου υπό την επήρειά τους να μην βιώνουν με τόση φρίκη που βίωναν. Επρόκειτο για έναν πολύχρονο και σκληρό πόλεμο, κατά τον οποίο ο εχθρός δεν ήταν εύκολος στόχος, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εμφανιστεί από το πουθενά, από τα δέντρα, από τους θάμνους, από το έδαφος! νιστεί από τα δεαν εύκολος στόχος καθώς αν’έδιναν στους στρατιώτες για να Τη δεκαετία, λοιπόν, του ’60 τα ναρκωτικά συνδέθηκαν έντονα με το κίνημα των χίπις, οι οποίοι διακήρυτταν πως μεταξύ της αγάπης και της ειρήνης, η ελευθερία σε κάθε επίπεδο της ζωής του ανθρώπου, ακόμα και στα ναρκωτικά, είναι η μοναδική λύση στα ανθρώπινα προβλήματα. Έτσι και η εμφάνιση των ναρκωτικών, ειδικά του LSD και της μαριχουάνας στο φεστιβάλ ήταν μεγάλη, που παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί επ ουδενί να αντιπροσωπεύσει ένα φεστιβάλ ή ένα ολόκληρο κίνημα.

Παρά την τεράστια επιτυχία του φεστιβάλ, τόσο σε επίπεδο εισπράξεων, όσο και σε επίπεδο φήμης, η προετοιμασία του δεν χαρακτηρίστηκε από αρτιότητα και κατάλληλη πρόβλεψη. Ειδικά, το στήσιμο της σκηνής είχε προβλεφθεί να ανταποκρίνεται σε μικρότερο από 500.000-700.000 θεατές κοινό με αποτέλεσμα πολλοί από τους παρευρισκόμενους να μην ακούνε καθαρά τον ήχο ενώ άλλοι να μην έχουν καν καλή ορατότητα ώστε να καταλάβουν ποιος καλλιτέχνης ήταν πάνω στη σκηνή. Εκτός από αυτό, μία άλλη σοβαρή παράλειψη ήταν αυτή της κατασκευής μεγάλης «τέντας» ή της πρόβλεψης κάποιου άλλου μέσου για προστασία από τυχόν κακοκαιρία, όπως και είχε και τις τέσσερις ημέρες του φεστιβάλ. Παράλληλα, οι διοργανωτές φρόντισαν να υπάρχει φαγητό, τουαλέτες και στέγαση για μερικές μόνο χιλιάδες θεατές. Το αποτέλεσμα ήταν ο κόσμος να ξεμείνει από φαγητό απ’ την πρώτη κιόλας μέρα της συναυλίας, να μην υπάρχει χώρος ούτε για στήσιμο σκηνής και κάθε τουαλέτα να αντιστοιχεί σε περίπου 10 χιλιάδες ανθρώπους. Ορισμένοι γείτονες άρχισαν να φτιάχνουν σάντουιτς για να ταΐσουν τον κόσμο, ενώ μεταφέρθηκαν τρόφιμα κι από στρατιωτικές βάσεις της περιοχής. Μάλιστα, λέγεται ότι το κοινό λόγω των απρόσμενων καιρικών φαινομένων είχε ανάγκη από κουβέρτες, τις οποίες έφτασαν να πετάνε αεροσκάφη από αέρος. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του γνωστού κοριτσιού με τη ροζ κουβέρτα που βυθίζεται στην αγκαλιά του αγοριού της, από το εμβληματικό εξώφυλλο του άλμπουμ του Woodstock: «Δεν θυμάμαι και πολλά από το Φεστιβάλ αλλά έχω πολύ ζωντανές αναμνήσεις από την ατμόσφαιρα: ο ουρανός είχε ένα χρώμα πορτοκαλί-ροζ από τα φώτα και ομιχλώδης. Μπορούσα να ακούσω τη μουσική και τις ανακοινώσεις από πολύ μακριά. Γύρω μας ήταν οικογένειες, ζευγάρια, άνθρωποι που φώναζαν, μωρά που έκλαιγαν, (ήχοι από) μπάντζο και μπόγο. Ο αέρας ήταν υγρός και μύριζε όπως η φωτιά από της κατασκηνώσεις και το χασίς. Εγώ δεν είχα δει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Δεν κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ. Κάποια στιγμή έφτασαν κιβώτια με ψωμιά και μπανάνες. Πήραμε μια φρατζόλα και την περάσαμε στον επόμενο. Το ίδιο κάναμε και με τα γαλόνια νερού». Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι το Woodstock υπήρξε το μοναδικό φεστιβάλ, στο οποίο το ίδιο το κοινό μάζεψε τα σκουπίδια από το χώρο, δείγμα του σεβασμού του προς την φύση αλλά και προς τον τόπο που το φιλοξένησε για τέσσερις ολόκληρες ημέρες.


Το Woodstock, λοιπόν, παρά τη βροχή και τα λοιπά απρόσμενα, στέφθηκε από επιτυχία και έγινε το ορόσημο μίας ολόκληρης γενιάς. Και η επιτυχία αυτή έγκειται στο γεγονός ότι μέσα σ’ αυτές τις 4 ημέρες δόθηκε η δυνατότητα στους νέους -και μη- για αληθινή επικοινωνία και ζύμωση απόψεων. Το Woodstock ήταν κάτι παραπάνω από ένα μουσικό φεστιβάλ. Ή μάλλον το Woodstock ήταν μια καλή αφορμή για να συγκεντρωθούν μισό εκατομμύριο άνθρωποι στο όνομα της ειρήνης. Αποτελούσαν όλοι μαζί μία ομάδα, με κοινά ιδανικά και με προοπτική για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου. Δεν ξέρω αν το πέτυχαν ή μετά τις 4 μέρες αποδείχθηκε ότι η προσπάθειά τους για παγκόσμια ειρήνη αλλά και παύση των ρατσιστικών διακρίσεων εντός της χώρας, απέβη εις μάτην. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό που ονειρεύονταν και αυτό που οραματίζονταν, αυτό και έπραξαν. Ήθελαν ειρήνη και ειρηνικά συγκεντρώθηκαν σε έναν χώρο, όπου
όλοι μαζί μοιράστηκαν τέσσερις ημέρες γεμάτες γιορτή και μουσική. Και παρ’ όλη την ειρηνική συμβίωση, τα μηνύματα ήταν ηχηρά. Σε ένα πλαίσιο γενικευμένου κοινωνικού αναβρασμού, η
αμερικανική νεολαία κυμάτιζε τη σημαία ενός νέου τρόπου ζωής, γεμάτο αγάπη και μακριά από προσωπικά συμφέροντα. Ο Pete Townshend (The Who) έχει πει χαρακτηριστικά: «Όλοι αυτοί οι
χίπις χόρευαν πιστεύοντας ότι ο κόσμος πρόκειται να αλλάξει, κάποια ημέρα». Και αυτό που θα μας μείνει, τελικά, από αυτό το φεστιβάλ ήταν το γεγονός ότι μια γενιά με βασικά χαρακτηριστικά την
αθωότητα, την ειλικρίνεια και την αγνότητα, κατάφερε και μας δίδαξε, ακόμα και μετά από μισό αιώνα σχεδόν, να είμαστε λίγο περισσότερο ονειροπόλοι. Πιθανώς αυτό είναι το μυστικό για να ζούμε πραγματικά και με ουσία, σχεδιάζοντας έναν καλύτερο κόσμο.

Πιθανώς, Woodstock σημαίνει «καλύτερος κόσμος».


You may also like

No comments:

Powered by Blogger.